- συντρίβει
- συντρί̱βει , συντρίβωrub togetherpres ind mp 2nd sgσυντρί̱βει , συντρίβωrub togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… … Dictionary of Greek
ανθρωπορραίστης — ἀνθρωπορραίστης, ο (Α) 1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
βραχοσύντριφτος — η, ο αυτός που έχει συντριβεί στους βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράχος + συντρίβω. Η λ. στον πληθ. («βραχοσύντριφτα κορμιά») μαρτυρείται από το 1823 στον Διον. Σολωμό] … Dictionary of Greek
εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek
θλαστικός — ή, ό (Α θλαστικός, ή, όν) αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ ης ή θλαστ ός] … Dictionary of Greek
θραυσάντυξ — θραυσάντυξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που συντρίβει τους τροχούς τού άρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω + άντυξ «ο γύρος τού δίφρου»] … Dictionary of Greek
θραυστός — θραυστός, ή, όν (Α) [θραύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να θραύσει, ο εύθραυστος 2. κατάλληλος για κατακρήμνιση 3. αυτός που θραύει, που συντρίβει 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θραυστόν το θραύσμα … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
θρυπτικός — ή, ό (Α θρυπτικός, ή, όν) [θρύπτω] 1. ικανός στο να συντρίβει 2. εύθραυστος αρχ. (για ανθρώπους) 1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος 2. σκληρός, αυθάδης. επίρρ... θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς) με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα … Dictionary of Greek